Το παραμύθι της ελιάς.
Το καλάμι κι η Ελιά
Μια φορά. γειτόνευαν η ελιά και το καλάμι. Η ελιά ήταν ένα μεγάλο καιδυνατό δέντρο. με πολλά κλαδιά. που κρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνια, έγερναν από το βάρος του καρπού.
Το καλάμί. πάλι. ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα, με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε τα σχήμα του αδραχτιού.
Η ελιά καυχιόταν ολοένα:
-Τι είσαι συ. μπροστά μου; έλεγε στο καλάμι Εγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο. δυνατό, ευλογημένο. Οι άνθρωποι με λατρεύουν γιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου, τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονται. τους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα. Είμαι μεγάλη. ψηλή, γερή και συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι. που λυγίζεις μπροστά σ' όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου.
Το καημένο το καλάμι. που ήταν από φυσικού του ντροπαλό, τ άκουγε όλα αυτά και δεν έλεγε τίποτα κι ούτε και θύμωνε. γιατί αυτό δεν είχε να καυχηθεί για τίποτα.
'Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος. που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο τέλος. την ξερίζωσε. Το καλάμι, με το πρώτο φύσημα του ανέμου, έγειρε, λυγερό όπως ήτανε, προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από πάνω του χωρίς να το πειράξει. Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος έπαψε να φυσάει, η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το καλάμι σηκώθηκε πάλι όρθιο και λυγερό, όπως και πριν. Βλέπετε, το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη ν' αντισταθεί. ενώ η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την υπερηφάνειά της.
Παροιμίες
"Βάψε ελιά για τη ζωή σου και συκιά για το παιδί σου"
"Από το θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές"
Αν δε σφίξεις την ελιά, δε βγάζει λάδι.
(Όπως πρέπει να σφίξεις τις ελιές για να βγάλεις το λάδι, έτσι πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να αποδώσει η δουλειά σου).
Άκουσες λάδι τρέχα, άκουσες στεφάνι φεύγα.
(Στο λάδι (βάφτιση) αν πας δεν θα 'χεις έξοδα ενώ στο γάμο οι καλεσμένοι βάζουν χρήματα στο δίσκο ως δώρο για τους νιόπαντρους).
Όποιος έχει σιτάρι, κρασί και λάδι στο πιθάρι έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη.
(Όποιος έχει αυτά τα τρία προϊόντα στο σπίτι του, είναι σαν να έχει απ' όλα, είναι πλούσιος).
Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι.
(Είναι τόσο άσχημος χαρακτήρας που ό,τι και να κάνεις δεν μπορείς να τον συμπαθήσεις).
Δίχως λάδι, δίχως ξύδι πώς θα κάνουμε ταξίδι.
(Δεν μπορεί να γίνει δουλειά αν δεν έχεις τα απαραίτητα εφόδια).
Κολοκύθια με το λάδι, κολοτούμπες το βράδυ.
(Τα κολοκύθια δεν χορταίνουν).
Μου 'βγαλε το λάδι.
(Με ξεθέωσε στη δουλειά).
Ξεφόρτωσέ τη την ελιά, να σε φορτώσει λάδι.
(Αν κλαδέψεις την ελιά ,θα βγάλει πολύ λάδι).
Αυτός είναι σαν το νερό στο λάδι.
(Είναι καθαρός, αθώος).
Ρίχνει λάδι στη φωτιά.
(Με τα λόγια και τη στάση του, βοηθά να ανάψει ο καυγάς).
Όπως θα γεμίσει του Χριστού το τραπέζι, έτσι να γεμίσουν και τα δέντρα μας ελιές.
(Χριστουγεννιάτικη ευχή).
1. Την ταπεινοσύνη και την εργατικότητα της ελιάς τη τραγούδησε ο ποιητής Ι. Πολέμης:
"Ευλογημένο να 'ναι ελιά το χώμα που σε τρέφει
κι ευλογημένο το νερό που πίνεις απ' τα νέφη
κι ευλογημένος τρεις φορές αυτός που σ' έχει στείλει
για το λυχνάρι του φτωχού, για του άγιου το καντήλι"
2. "Πατρίδα τα λιοτρίβια σου
δουλεύουν νύχτα μέρα.
Με του λαδιού τη μυρωδιά
γεμίζουν τον αέρα.
ΚΙ ειν' οι ελιές, Πατρίδα μου
ακούραστες γριούλες.
Με τον καρπό τους τρέφουνε
παιδάκια και μανούλες.
Κι είν' οι ελιές, Πατρίδα μου
δέντρα ευλογημένα
που στέκονται στον άνεμο
με τα κλαδιά απλωμένα.
Η ξερή καρδιά της ελιάς
Οι αιωνόβιες ελιές, με τους τεράστιους ξερούς κορμούς, έγιναν αιτία να πλαστεί ένας μύθος στη Νάξο, που εξηγεί γιατί η ελιά έχει πάντα ξερή καρδιά…
Όταν σταυρώθηκε ο Χριστός και απλώθηκε η θλίψη στον κόσμο, μάδησαν τα φύλλα των δέντρων, ακόμη και οι βράχοι σχίστηκαν στα δύο. Μόνο η ελιά έμεινε έτσι όπως ήταν, χωρίς να πέσουν τα φύλλα της. Τα άλλα δέντρα πειράχτηκαν και ρώτησαν γιατί. Κι εκείνη τους απάντησε: «Εσάς σας πέσανε τα φύλλα μα φύλλα θα ξανακάνετε. Εμένα δεν πέσανε τα φύλλα, μα το ξέρει η καρδιά μου…». Γι' αυτό και η καρδιά της ελιάς είναι πάντα ξερή.
Το δάκρυ του Χριστού
(Κρητική λαϊκή παράδοση)
Τον καιρό που οι Εβραίοι κυνηγούσαν το Χριστό για να τον πιάσουν και να τον σταυρώσουν, βρέθηκε σε πολύ μεγάλη στεναχώρια. Ζητούσε ησυχία μα οι παράνομοι τον ακολουθούσαν. Όταν έφτασε σε μια ελιά, κάθισε από κάτω κι ακούμπησε το κεφάλι του στον κορμό της για να κοιμηθεί. Όμως ήταν αδύνατο να τον κολλήσει ύπνος. Τότε ξέσπασε σε δάκρυα που σα δροσοσταλιές έσταζαν στη ρίζα της και την πότιζαν. Ποτισμένη με τα δάκρυα του Χριστού είναι ευλογημένο δέντρο, γι' αυτό και βγάζει λάδι, που νοστιμίζει το φαγητό μας και δίνει φως στα κρεμασμένα καντήλια. Ρούφηξε τα ζεστά δάκρυα του Χριστού που έπεφταν από τα μάτια του αντικρίζοντας την ανθρώπινη αχαριστία. Πιο ευλογημένο δέντρο από την ελιά στον κόσμο δεν είναι άλλο.