Η βαλίτσα του πατέρα.

Ήταν μεταλλική, ορθογώνια, με ενισχυμένες τις γωνίες. Άνοιγε με δυο κλειδαριές. Σε περιπτώσεις δενόταν γερά με σπάγκο. Όταν ήταν γεμάτη ήταν βαριά κι ασήκωτη. 
Έπρεπε να την κόψεις στον ώμο, ροδάκια κι άλλες τέτοιες ευκολίες δεν υπήρχαν στην εποχή της. Η βαλίτσα του πατέρα ήταν του τύπου «βαλιτσομπάουλο», δεν κυκλοφορεί πια το είδος. Πρέπει να έχει ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο, και μια και δυο και τρεις φορές. Ο πατέρας, πήγαινε με τα βαπόρια βλέπεις. Μάγειρας. Τη θυμάμαι, δυο τρεις μέρες πριν το μπάρκο να γεμίζει με τα απαραίτητα. Όχι πολλά πράγματα για την αναχώρηση. Ασπρόρουχα, λίγα ρούχα της δουλειάς, μια δυο καλές αλλαξιές για το πόρτο. Ποδιές της κουζίνας. Τα εργαλεία, μια σειρά κοφτερά μαχαίρια. Ο τσελεμεντές σε τόμο με χοντρό δερμάτινο δέσιμο. Βυσσινί. Και σε χοντρό πλαστικό στεγανά κλεισμένα τα αγιοτικά. Το εικονισματάκι του Άη Νικόλα και το μπουκαλάκι με τον αγιασμό. Τις μέρες της αναχώρησης, στο σπίτι επικρατούσε μια χαρμολύπη. Κάναμε την καρδιά μας πέτρα για τον επικείμενο αποχωρισμό και παριστάναμε ότι χαιρόμασταν που υπήρχε δουλειά, υπήρχε μπάρκο. Γίνονταν και κάνα δυο αποχαιρετιστήρια γλέντια με συγγενείς, γείτονες και φίλους. Σε όλα τούτα, η βαλίτσα τοποθετημένη στο κέντρο του σαλονιού, παρέμενε ανοιχτή. Μέχρι την τελευταία στιγμή κάτι ξεχασμένο περίμενε να μπει μέσα. Κάτι που ίσως ο ταξιδιώτης διαπίστωνε την έλλειψή του, πολλά πολλά μίλια μακριά, σε άλλους τόπους, σε άλλη ήπειρο. Όταν άκουγα τις βαριές κλειδαριές να μαγκώνουν και να κλειδώνονται, ήταν ο ήχος που έκλεινε μέσα του το τελεσίδικο της αναχώρησης. Γιατί κάποιες φορές υπήρχαν και αναβολές και ματαιώσεις. Δεν την θυμάμαι σε λιμάνια τη βαλίτσα. Οι αποχαιρετισμοί μας γινόταν πάντα στο σπίτι. Κι ύστερα ο πατέρας έπαιρνε τη βαλίτσα κι έστριβε τη γωνία. Αργότερα έμαθα ότι μια δυο φορές που τον είχαμε συνοδεύσει στο λιμάνι, ήταν τόσο γοερό το κλάμα μου –ήμουν και σε ηλικία που δεν το θυμάμαι-, που η αποχαιρετιστήρια τελετή είχε υπέρμετρα βαρύνει. Από τότε λοιπόν, τα αγκαλιάσματα και οι ευχές, ιδιωτικά όχι δημόσια. Στο σπίτι.
 
Η βαλίτσα ήταν και πάλι το πρώτο πράγμα που έβλεπα τη μέρα της επιστροφής. Η επιστροφή συνήθως γινόταν αξημέρωτα. Ήταν τέτοια η ώρα που έπιανε το ποστάλι στο νησί. Ακόμα κι αν ήταν αναμενόμενη η επιστροφή ήταν πάντα όμορφο το πρωινό ξάφνιασμα. Ξυπνούσες κι άκουγες τη φωνή που σχεδόν είχες ξεχάσει, μύριζες τον καπνό του τσιγάρου, το άρωμα του φρεσκοψημμένου καφέ. Έμπαινες στην κουζίνα, κι η βαλίτσα ήταν πάλι εκεί στο επίκεντρο. Κλεισμένη σε περίμενε για να ανοιχτεί και να αποκαλύψει τα μυστικά της. Οι κλειδαριές έκαναν και πάλι τον μεταλλικό ήχο τους. Πρώτα απ’ όλα έβγαιναν τα αγιοτικά στην πλαστική τους θήκη και  έπαιρναν τη θέση τους στα εικονίσματα. Μετά βουτούσες ολόκληρος στη βαλίτσα, ήσουν και σε ηλικία που σε χωρούσε. Έβγαιναν τα αναμνηστικά μπιμπελό που στολίζονταν αργότερα στο σαλόνι, ή στα σαλόνια άλλων μελών της οικογένειας. Μαρτυρούσαν τους θαλάσσιους δρόμους που είχαν προηγηθεί. Ινδικά, γιαπωνέζικα, κινέζικα, βραζιλιάνικα, σπανιόλικα, αμερικάνικα, αράπικα. Έπειτα κολόνιες και καλλυντικά για τις γυναίκες. Ρούχα καινούργια. Παντελόνια Lee καλοδιπλωμένα με τις ετικέτες πάνω τους. Αθλητικά παπούτσια. Όλα ανάλογα με το μπάρκο. Αλλά και μερικά που ήταν στάνταρ και δεν παράλλαζαν. Κούτες με ξένα τσιγάρα. Dunhill και KENT (αργότερα από αυτά τα πακέτα άρχισες κι εσύ, παρανόμως, τη βλαβερή συνήθεια). Φιάλες Johnny Walker Red Label εκείνες με το φελλό. Σαπούνια LUX το καλλυντικόν των αστέρων. Συχνά υπήρχαν και θαυμαστές ηλεκτρικές συσκευές αλλά αυτές συνήθως ταξίδευαν στα χαρτόκουτα τους κι όχι στη βαλίτσα. Όταν άδειαζε εντελώς το βαλιτσομπάουλο, το εξορίζαμε στο πατάρι. Ίσως γιατί δεν το θέλαμε ούτε να το βλέπουμε μέσα στα πόδια μας. Ακολουθούσαν γλέντια της επιστροφής, με τη χαρά της υποδοχής, το άδολο κέφι του καλωσορίσματος. Η βαλίτσα περίμενε υπομονετικά. Ήξερε ότι σε δυο, τρεις, άντε τέσσερις μήνες, θα ερχόταν και πάλι η σειρά της. Θα κατέβαινε από τον τόπο εξορίας και θα περίμενε να γεμίσει και να φύγει ξανά. Έτσι πήγαιναν αυτά τα πράγματα. Με κύκλους. Όπως με κύκλους πορεύτηκαν, η βαλίτσα κι ο κάτοχός της για πολλά πολλά χρόνια, κι ακόμα περισσότερα ναυτικά μίλια. Έγραψαν θαλάσσια υπηρεσία όπως και να το κάνεις. Τώρα η βαλίτσα έχει πάρει την οριστική και τιμητική της θέση στο πατάρι. Εκεί τη συνάντησα προχτές. Για φαντάσου, ακόμα μύριζε σαπούνι LUX…
Πηγή:redkangaroo.wordpress.com

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Τρύγος και το κρασί στην Ελλάδα του χθες και του σήμερα.