Ο πατέρας μου. Παλικάρι. Όµορφος, τόσο όµορφος!

[…Όταν πρωτοπήγε σχολείο, τα παιδιά γύρω της µιλούσαν για τη µάνα τους. Η µάνα κυρίαρχη στις παιδιάστικες κουβέντες: «η µάνα µού αγόρασε ποδιά…», «η µάνα µ’ έδειρε…», «η µάνα µου είπε…». Σώπαινε.

Ένιωθε ένοχη, λες κι έφταιγε εκείνη που µάνα δεν υπήρχε στο σπίτι. Έξω από την καγκελόπορτα του σχολείου οι µανάδες περίµεναν τα παιδιά τους. Όλες τους νέες, όµορφες. Η θεία Καλλιόπη στεκόταν παράµερα. Πάντα µαυροντυµένη, ψηλή κι αδύνατη. Μέσα από τους φακούς της κοιτούσε µε ύφος επιτιµητικό τις αγκαλιές και τα φιλιά. Την τραβούσε από το χέρι. Να γυρίσουν γρήγορα στο σπίτι, λες και φοβόταν µην κολλήσει η ανιψιά της καµιά αρρώστια. Μια µέρα ένα αγοράκι τη ρώτησε: «Γιαγιά σου είναι αυτή που σε περιµένει το µεσηµέρι;» καιη Μάτα του απάντησε: «Όχι, µάνα µου». ∆εν ήθελε να ξεχωρίζει από τ’ άλλα παιδιά.
Ήταν όµως φορές που ερχόταν ο πατέρας. Στεκόταν πλάι στο χορό των γυναικών. Παλικάρι. Όµορφος, τόσο όµορφος! Τότε ένιωθε πως είναι η καλύτερη, η πιο δυνατή, η πιο πλούσια. Ο πατέρας της άξιζε όλες τις µανάδες του κόσµου. Του άρπαζε το χέρι και σκόρπιζε µα δυνατή φωνή τα «Άντε γεια» στα µαθητάκια. Περπατούσε καµαρωτή στο πλάι του κι ώσπου να φτάσουν στο σπίτι η γλώσσα της ροδάνι. Όλα του τα ’λεγε. Για τη δασκάλα, που µάλωσε τον Τάσο, για τον τσακωµό της µε τη Μαρία, για τον Οδυσσέα, που γύρισε στην Ιθάκη… «Τον ήξερες, εσύ µπαµπά, τον Οδυσσέα;». Εκείνος γελούσε· την άκουγε και γελούσε.
Γελούσε µε τις κουβέντες της και τα καµώµατά της. Την κάθιζε στα γόνατά του και της έλεγε παραµύθια. Ξεφύλλιζαν βιβλία µε πολύχρωµες ζωγραφιές. Παίζανε κρυφτό, κυνηγητό, τις κουµπάρες. Τη «διάβαζε». Αργότερα εκείνη του διάβαζε τις εκθέσεις της. Ποιήµατα. Έκαναν περιπάτους. Πήγαιναν εκδροµές. Καθισµένοι µπροστά στην τηλεόραση έβλεπαν µαζί παλιές ελληνικές ταινίες, µαυρόασπρες, θολές. Της έλεγε: «Έτσι ήταν τότε η Αθήνα… Είχε τραµ… Να και µια λατέρνα… Οι ανηφοριές της Πλάκας. Εγώ δεν τα πρόλαβα. Μετά τον πόλεµο όλα άλλαξαν. Χτίστηκαν πολυκατοικίες, µεγαθήρια…». Ίσως να νοσταλγούσε την παλιά Αθήνα που ποτέ του δεν γνώρισε. Οι άλλες του κουβέντες ήταν όλες καθηµερινές· σύντοµες: «τι θα φάµε», «τι να σου ψωνίσω», «θα βρέξει…», «πρέπει να παραγγείλω πετρέλαιο…», «µπας κι είσαι άρρωστη;
–ακουµπούσε τα χείλη του πάνω στο µέτωπό της– είσαι ζεστή. Γρήγορα στο κρεβάτι! Θα φωνάξω το γιατρό. Καλλιόπη, φτιάξε µια ζεστή σούπα για το παιδί», «πρέπει να τρως, είσαι πάνω στην ανάπτυξη», «το βράδυ θα πάµε σινεµά», «το Πάσχα θα πάµε στο ∆αδί…». Μιλούσε, αράδιαζε κουβέντες, τις φώναζε, σα να µην ήθελε ν’ ακούσει η Μάτα τη σιωπή του.
Κέλυφος η σιωπή του. Ποιον ήθελε να προστατέψει; Την κόρη του ή τον ίδιο του τον εαυτό; Για ποιο λόγο να σωπαίνει; Και γιατί η Μάτα, που ήταν πάντα περίεργη, που όλα ήθελε να τα µαθαίνει, γιατί να συνεργεί στη σιωπή του; Γιατί σαν παιδί δεν τον ρωτούσε: «Πού ζούσαµε στην Αθήνα; Πώς ήταν το σπίτι µας; Τι έγινε ο καθρέφτης µε τη µεγάλη χρυσή κορνίζα; Γιατί φύγαµε από την Αθήνα; Και η γυναίκα σου; Ζει; πέθανε; Είχε γονείς η µάνα µου;» Γιατί δε ρωτούσε; Μήπως φοβόταν και σώπαινε κι εκείνη; Τι φοβόταν;
Μια ψευτιά της θείας για τη µάνα της κι ένα ανώνυµο τηλεφώνηµα την έφεραν αντιµέτωπη µε τη σιωπή του πατέρα.
Τώρα µεγάλωσε και δε µπορεί να κάνει πίσω. ∆ε θέλει. Πρέπει να ξεδιαλύνει την αλήθεια.
Πρέπει να µάθει την αλήθεια…]

[πηγή: Ζωρζ Σαρή, Τα Χέγια, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1990, σ.74-76]

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Τρύγος και το κρασί στην Ελλάδα του χθες και του σήμερα.