Αγρυπνάει και φέγγει.

Έβγαινε, ερχόταν από τα βιβλία του οπλισμένος, φορτωμένος με ερωτήματα, αμφιβολίες, όνειρα και σχέδια που έκαναν τον κόσμο αλλιώτικο και το περπάτημα του διαφορετικό. Ορμητικό σαν σκέψη.
Έφερνε λόγια, λέξεις καινούργιες και η γλώσσα του ήταν μια τσέπη γεμάτη φως και μαλάματα.

Επέστρεφε  από τα περιβόλια, από τον κάμπο της αγαπημένης του και στα παγωμένα του χέρια κρατούσε άνθη  και καρπούς.
Κατέβαινε στην αγορά να βρει τον πάγκο του, τη γωνιά και τη θέση του δίπλα στους άλλους, το μέρος που του αναλογούσε, να διαλαλήσει, να πουλήσει τον κόπο του.
Δεν έλεγε πολλά, δε μιλούσε καν, έγραφε πάνω σε ένα  χαρτόνι  το όνομα του τόπου του  με το μολύβι  και περίμενε χαμογελώντας.
Πρώτα κατέβαιναν τα πουλιά, μετά τα παιδιά και στο τέλος ο κουτσός, ανάπηρος άγγελος, δεν έμενε τίποτα στο καλάθι του εκτός από το χρυσό κέρμα που ποτέ κανείς δεν είδε ποιος το άφηνε.
Αυτό έσπαγε για να ψωνίσει τα απαραίτητα και να γυρίσει  στο σπίτι του, πίσω  από το παράθυρο της εργασίας του.
Εκεί νύχτα και μέρα, αγρυπνάει και φέγγει.

Θοδωρής Γκόνης
Πηγή:protagon.gr

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Τρύγος και το κρασί στην Ελλάδα του χθες και του σήμερα.