Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Ο Γέρος σαν άκουσε το “καταδικάζονται εις θάνατον” μισοσταυροκοπήθηκε μ’ απορία και λέει:
-Κύριε ελέησον! Μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου…
Ύστερα βγάζει την ταμπακιέρα του, παίρνει μια πρέζα ταμπάκο κι αφού την ρούφηξε, πρόσφερε και σ’ όσους τον είχανε περιτριγυρίσει γυρεύοντας να τον παρηγορήσουν, που ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε κι οι συνήγοροι Βαλσαμάκης και Κλωνάρης.
-Αντίκρυσα, τους λέει, τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τώρα τον φοβάμαι.
Άλλοι αναστενάζουν, άλλοι βουρκώνουν, άλλοι κλαίνε μ’ αναφυλλητά. Μερικοί σκύβουν κι ευλαβικά φιλάνε το δοξασμένο γέρικο χέρι. Κάποιος απ’ αυτούς, με πνιγμένη φωνή, του λέει:
-Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ!
-Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια… του αποκρίνεται.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ “ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ”
Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ


Πηγή:logomnimon.wordpress.com

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Τρύγος και το κρασί στην Ελλάδα του χθες και του σήμερα.