Με τα λιγότερα.

Με τα λιγότερα, το τίποτα, τα  χάρτινα, τα μιας χρήσης, που τα πετάς μετά, τ’ αφήνεις οπουδήποτε. Με το καράβι, με το τρένο, με το τίποτα, εδώ είναι, εδώ είναι ο τόπος σου. Με το πουκάμισο το ένα, το φανελάκι το μισό. Με τα φτερά σου. Τίποτα. Δεν  έχω αποσκευές. Παράθυρο θέλω.
Δεν έχω οδοντόπαστες, αφρόλουτρα, σαμπουάν, υγρά τίποτα, ξεράθηκα. Στέγνωσα. Ούτε ψαλίδια, νυχοκόπτες. Βγαίνει προς τα μέσα πια το νύχι. Τόσο καιρό εκεί ήθελε να πάει. Τα κατάφερε. Με τα κορδόνια λυτά, ζώνη να κρέμεται, αχτένιστος, αξύριστος, με το πουκάμισο το ένα, το φανελάκι το μισό. Ολόκληρος. Εγώ, όπως πάντα. Με την πατούσα μου. Σαράντα τρία. Σταθερά. Σωστά. Σίγουρα. Το σχέδιο, ο δυναμίτης, η πέτρα, το  νταμάρι, η έκρηξη. Το μάρμαρο, το  φως. Ο διακόπτης. Ο  δρόμος. Πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, στη  θάλασσα, στο  δάσος. Μόνος. Στον πόνο τον βαθύ. Στον εαυτό μου. Στον καημό μου. Στον βυθό μου. Χωρίς δεύτερη φωνή.  Να σε καλούν τα βράδια σπίτια τους, στις πόρτες τις βαριές, στα εξοχικά και στα παλάτια  τους, σε  βεράντες που βγαίνουνε στη  θάλασσα, να  αρνείσαι ευγενικά ή και απότομα, να μην καταλαβαίνουν τίποτα,  να επιμένουν. Κι όταν ξεγελαστείς και πας και πεις το ναι, και σου σερβίρουν όλο το αλάτι τους, καταλαβαίνεις, θυμάσαι τις παλιές τις συμβουλές, μα είναι αργά. Με τον ασπασμό το φαρμάκι περνάει, κυλάει  στη φλέβα. Το είπαμε, το πάθαμε. Δεν το μάθαμε. Εσύ ζητάς και θέλεις κάτι  άλλες προσκλήσεις, απ’ τους κρυμμένους, απ’ τους λοξούς από τους τίποτα και τους καθόλου. Από επαγγέλματα χαμένα, ξοφλημένα, τον γερο οικοδόμο από την Τσακωνιά, τον  εισπράκτορα των ΚΤΕΛ, να σου φωνάζει, να σου τραγουδά τις στάσεις όλες, πόλεις, χωριά, ποτάμια, θάλασσες, βουνά, ονόματα, επίθετα βασιλικά, οικογένειες χαμένες, βουλιαγμένες, μάχες, θυσίες, μάρτυρες, αγίους, φονιάδες, ήρωες, προδότες, ρουφιάνους που γίνανε ήρωες, ήρωες που γίνανε στάχτη. Εσύ ζητάς και θέλεις κάτι άλλες προσκλήσεις, πιο λοξές, πιο τίποτα, καθόλου. Από στρατιώτες,  αξιωματικούς που αφήσανε το στράτευμα και τις σφαγές και έγιναν χτίστες. Χελιδόνια, πελαργοί. Που μπαίνουν μέσα στη φωτιά, γενναιόδωροι, φιλόστοργοι, να  βγάλουν όποιον καίγεται. Με τα λιγότερα, το τίποτα, τα χάρτινα, τα μιας χρήσης, που τα αφήνεις. Με αυτά. Που τα πετάς. Μ’ αυτά πετάς. 

Θοδωρής Γκόνης 

Πηγή: Protagon.gr

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Τρύγος και το κρασί στην Ελλάδα του χθες και του σήμερα.