Οι Ναΐτες Ιππότες στη Δυτική Πελοπόννησο.
Έχοντας τώρα ανά χείρας το βιβλίο του Πολιτιστικού Συλλόγου Καλίδονας «Σάρενας», υπό τον τίτλο «Από τη Σάρενα στην Καλίδονα: Ένα θυμητάρι ζωής», θα σας μεταφέρω μερικά από τα λόγια του πραγματικά εξαιρετικού διά τις ιστορικές του γνώσεις και τη φιλόξενή του διάθεση Δημήτρη Γ. Μποφίλη. Τα παρακάτω λόγια λοιπόν του κ. Μποφίλη, μας φέρνουν σε μια πολύ κατατοπιστική γνωριμία με το κάστρο:
[…] Ο λόφος βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο, που εποπτεύει όλη τη γύρω περιοχή. Πάνω σε αυτόν και ιδιαίτερα στην κορυφή του υπάρχει εκτεταμένος ερειπιώνας με αρχαίες οχυρώσεις […] Το κάστρο αναφέρεται για πρώτη φορά στη νεότερη γραμματεία από τον Edward Dodwell, ο οποίος περιηγήθηκε στην Πελοπόννησο κατά τα έτη 1804-1806. Αναφέρει ότι νοτιοανατολικά από το Μπισχίνι υπάρχουν τα ερείπια μιας αρχαίας πόλης […] Ο Antoine Bon στο έργο του La Morée franque το 1969, αποδίδοντας στα υπάρχοντα ερείπια μεσαιωνικό χαρακτήρα, αναγνωρίζει ότι αυτός δημιουργήθηκε πάνω στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα προγενέστερου αρχαίου οικισμού. Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας η περιοχή ανήκε στο φέουδο La Glace, με φεουδάρχη τον Pierre Gros. Εύλογη είναι η ταύτιση του κάστρου με την έδρα του φεουδάρχη. Στην απογραφή του 1391 καταγράφονται 25 εστίες στο φέουδο, αλλά δεν προσδιορίζεται αν αυτές απογράφησαν στο κάστρο. […] Η κορυφή του λόφου του κάστρου αποτελείται από μία περιοχή που περικλείεται από δύο γραμμές οχύρωσης. Η περιοχή μεταξύ των δύο τειχών της οχύρωσης καλύπτει μία έκταση 70×70 μέτρων περίπου. […] Η διαρκής χρήση και κατοίκησή του, από τη Μεσοελλαδική εποχή έως τον Μεσαίωνα, καταδεικνύει τη σπουδαιότητά του[…].
Ας προχωρήσομε, όμως, παρακάτω με μίαν ακόμα σημαντική –σύμφωνα με την οπτική μου– ένδειξη προς υπεράσπιση της παρούσης θεωρίας. Μια ένδειξη περί της οποίας, όπως θα θυμάστε, έκαμα λόγο ελαχίστως ενωρίτερα εις το κείμενο. Πρόκειται για την αναφορά στην ύπαρξη του, από μικτό φραγκοβυζαντινό ύφος, καμωμένου ναού της Παναγιάς ή αλλιώς της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του 13ου αιώνος, που με δυσκολία ακόμη στέκει ένα μέρος του πλάι στον αγροτικό δρόμο που ενώνει το χωριό της Γκλάτσας (Ανηλίου) με τους πρόποδες του καστρόλοφου. Περί του ναού αυτού, μας λέγει σε μίαν εργασία του ο κ. Μποφίλης τα εξής:
Σε κοντινή απόσταση από το κάστρο βρίσκεται ο ερειπωμένος ναός της Παναγίας, ο οποίος κατασκευάστηκε τον 13ο αιώνα. Επτακόσια μέτρα προς τα δυτικά και εντός του χωριού Ανήλιο βρίσκεται άλλη μια βυζαντινή εκκλησία η του Σωτήρος επίσης του 13ου αιώνα, η οποία ανεσκάφη από τον Δ. Αθανασούλη το 1997 […] Οι δύο αυτές εκκλησίες μαζί με άλλες μικρότερες στη γύρω περιοχή δείχνουν έναν ακμάζοντα πληθυσμό γύρω από το κάστρο, το οποίο και θα χρησιμοποιούσαν σε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Επειδή φρονώ εντούτοις πως έχει πολύ μεγάλη βαρύτητα το ζήτημα της Παναγιάς για μίαν εργασία όπως η παρούσα, δέον είναι να καταθέσω επί λέξει μερικά πολύ χρήσιμα λόγια επιπλέον γι’ αυτήν, επιλεγμένα μέσα από τον πρώτο τόμο της διδακτορικής διατριβής του δρ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας Δημητρίου Χ. Αθανασούλη, η οποία φέρει τον τίτλο «Η ναοδομία στην επισκοπή Ωλένης κατά τη μέση και την ύστερη βυζαντινή περίοδο»:
[…] Τα δυτικά στοιχεία, όπως τα θυρώματα, τα πλαίσια προσκυνηταριών, οι ομοιότητες με μνημεία της περιοχής που κτίστηκαν στη Φραγκοκρατία, η κυριαρχία του λαξευτού πωρόλιθου στον διάκοσμο, χρονολογούν με ασφάλεια τον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Γλάτσας στον 13ο αιώνα.
Η τυπολογική συγγένεια της Παναγίας με τη Βλαχέρνα της Γλαρέντζας και κυρίως οι μορφολογικές και κατασκευαστικές ομοιότητες με έμφαση στις κοινές δυτικές επιρροές, επιτρέπουν την απόδοσή τους σε ένα οικοδομικό συνεργείο, το ίδιο που έκτισε και τον Σωτήρα της Γλάτσας […] Η δράση του συνεργείου της Γλάτσας μπορεί να εντοπιστεί χρονικά στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα. Με βάση τα τυπολογικά, μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία, η Παναγία μπορεί να τοποθετηθεί μετά την ανοικοδόμηση της Βλαχέρνας και πριν τον Σωτήρα στη Γλάτσα. Η τοποθέτηση της Βλαχέρνας στα μέσα ή μετά τα μέσα του 13ου αιώνα και το terminus post quem για την ανέγερση της Παναγίας.
Όπως και για όλες τις σημαντικές εκκλησίες της Φραγκοκρατίας στην επισκοπή Ωλένης, και κυρίως για εκείνες που έχουν δυτικές επιδράσεις, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ανήκαν στο λατινικό δόγμα. Άλλωστε, η La Glace ανήκε σε Φράγκους τουλάχιστον μέχρι το 1391 (Pierre Gros) και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι θα μεριμνούσαν να ανεγείρουν έναν ναό του δόγματός τους στο φέουδο που κατείχαν.
Σύμφωνα με την προσωπική μου οπτική, το φέουδο Paliopolis της Ήλιδος με το κάστρο Belvédère, (ονομασία η οποία συναντάται και στο Ποντικόκαστρο του Κατακόλου, μα που δεν θα πρέπει να συγχέεται καθόλου με εκείνο), ή αλλιώς Περιγάρδι, δεν θα μπορούσαν για καμίαν άλλη αιτία –και με γνώμονα εν μέρει όλους τους λόγους που προανέφερα ως τώρα, μα κυρίως με τα όσα θα ακολουθήσουν–, να βρίσκονται αλλού πουθενά πέραν από την περιοχή της νοτιοδυτικής Ηλείας, όπου δεσπόζει το κάστρο της Καλίδονας ή Γκλάτσας κι όπου φαντάζει ως αναφέραμε η της ιδίας εποχής και δυστυχώς πολύ κατεστραμμένη φραγκοβυζαντινή εκκλησιά της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή αλλιώς της Παναγιάς, καθώς και εκείνη του Σωτήρος. Στην εκκλησιά της Παναγιάς είναι προφανές ότι θα εκκλησιάζονταν από τους ιδικούς τους ιερείς και οι Ναΐτες Ιππότες και ιερείς, των οποίων η εκεί κύρια έδρα θα ήταν προφανέστατα το φρούριο (αλλά και στο φρούριο το ίδιο, πρέπει να πω ότι, σώζονται τα συντρίμμια μικράς εκκλησούλας τα οποία τα είδα, ιδίοις όμμασι, όταν το επισκέφθηκα το 2024 με τους Δημήτρη Μποφίλη και Κωνσταντίνο Σταθακόπουλο).
Ενδιαφέρον, πάντως, έχει να αναφερθεί εδώ (και όσο οδεύομε πλέον στην ολοκλήρωση της αυτής παρουσίασης) και το γεγονός ότι στην Παναγιά, όπως μας λέγει ο αείμνηστος πανεπιστημιακός Χαράλαμπος Μπούρας (βλ. την εργασία του «Η φραγκοβυζαντινή εκκλησία της Θεοτόκου στο Ανήλιο τ. Γκλάτσα»), ο οποίος ασχολήθηκε και κείνος επισταμένως με τον εν λόγω ναό, είχε ανακαλυφθεί μαρμάρινη πλάξ (η οποία δυστυχώς δεν ξέρομε πού ευρίσκεται σήμερα) με ανάγλυφο λιονταετό (γρύπα).
Στις πρώτες παραγράφους του παρόντος κειμένου, ανέφερα δύο επιπλέον ονομασίες του κάστρου για το οποίο κάνομε λόγο και αυτές δεν είναι άλλες από τις «Περιγάρδι» και «Γυφτόκαστρο». Δυστυχώς όμως, μιας και ο χώρος είναι περιορισμένος, δεν είναι δυνατό να ομιλήσω όσο διεξοδικά με καλεί η θέλησή μου για το γεγονός ότι, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, οι δυο αυτές ονομασίες σχετίζονται άρρηκτα μεταξύ τους, μολονότι η πρώτη, έως και τη στιγμή ετούτη που δαχτυλογραφώ, παραμένει εν άλυτο μυστήριο για τις έρευνες κάθε μελετητή και περιηγητή που καταπιάστηκε με το ζήτημα. Ας ιδούμε λοιπόν με ποιον τρόπο συνδέονται μεταξύ τους, αλλά και γιατί είμαι πεπεισμένος ότι προσφέρουν το έσχατο «κλειδί» της λύσεως του αυτού μυστηρίου.
Σύμφωνα με τα λόγια του πολυμαθούς αειμνήστου Βρετανού ιστορικού Andrew Annandale Sinclair, μέσα από το έργο του «Rosslyn: The Story of Rosslyn Chapel and the True Story Behind the Da Vinci Code»:
Οι Ναΐτες ιππότες ήσαν γνωστοί σαν οι άνθρωποι του μυστριού και του ξίφους. Στην Παλαιστίνη ήσαν εξαρτημένοι απόλυτα για τα όπλα τους και το χτίσιμο των κάστρων τους από Σημίτες και Άραβες τεχνίτες. Οι «λαϊκοί» των στρατιωτικών ταγμάτων στρατολογούνταν από τους ντόπιους καταρτισμένους εργάτες. Εκείνη την εποχή, το ξίφος των Σαρακηνών ήταν ανώτερο από το φραγκικό μακρύ ξίφος. Ύστερα από το διωγμό τους από τους Αγίους Τόπους, οι Ναΐτες πήραν κοντά τους και τους οπλουργούς τους, όπως έκαμαν πολλούς αιώνες παλαιότερα και οι Ρωμαϊκές λεγεώνες. Αυτοί οι τεχνίτες θα γίνονταν γνωστοί ως Romanies ή Egyptians ή gypsies. Οι τελευταίοι ήσαν άνθρωποι συνηθισμένοι σε μια «αλλιώτικη» ζωή με ένα κάρο και ένα αμόνι, ακόλουθοι του στρατοπέδου στο πίσω μέρος του στρατού των Ναϊτών. Δίχως αυτούς, ο στρατός δε θα μπορούσε να συντηρήσει μίαν εκστρατεία.
Κρατώντας στη φαρέτρα μας τα ανωτέρω λόγια του A. A. Sinclair, είμαι της πεποιθήσεως ότι έχομε πλέον τη δυνατότητα να υποστηρίξομε πως η ονομασία «Γυφτόκαστρο», μόνον ασύνδετη δεν θα ημπορούσε να χαρακτηρισθεί με το τάγμα του Ναού, που είναι εύλογο το ότι οι, εξ ανατολών καταγόμενοι, οπλουργοί του Romanies ή Egyptians ή gypsies, θα το είχαν ακολουθήσει και κατά τον 12ο αλλά και κατά τον 13ο αιώνα, στις αρχές του οποίου έλαβε τα φέουδά του εις το δυτικό κομμάτι του Μοριά. Μάλιστα, ιδιαίτερα χρήσιμο θεωρώ πως είναι να αναφερθεί ότι, εις το Γυφτόκαστρο της μεσαιωνικής Ήλιδος το οποίο εξετάζομε, ευρέθη σε έρευνες τμήμα «χελώνας σιδήρου» απ’ όπου παράγεται ο χάλυβας, ήγουν, το ατσάλι (βλ. Κουρελής Κωστής: «Μεσαιωνικά κάστρα του Μορέα», από το συλλογικό έργο «Σπίτια του Μορέα. Παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου 1205-1955»), κάτι το οποίο ενισχύει σημαντικά τις πιθανότητες υπάρξεως στην τοποθεσία μεσαιωνικού εργαστηρίου προς κατασκευήν οπλισμού.
Να το τεκμηριώσομε όμως ακόμη καλύτερα, προτού ομιλήσομε για το επόμενο κάστρο μας. Σύμφωνα με τη Γαλλική εκδοχή του Χρονικού του Μορέως, η θέση του Ναϊτικού φρουρίου της Παλαιόπολης, είχε και μια επιπλέον ονομασία, η οποία ήταν «Biauregart», που θα την λέγαμε καλύτερα σήμερα Beauregard και η οποία σημαίνει και αυτή με τη σειρά της «όμορφη προοπτική». Από τη λέξη αυτή, είναι αρκετά πιθανό να προέρχεται και η ονομασία «Περιγάρδι», την οποία αναφέραμε πιο πάνω. Το συμπέρασμα τούτο προκύπτει μόνον εφόσον δεχτούμε ότι η Γαλλική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως είναι και η παλαιοτέρα των τεσσάρων που σώζονται (κάτι για το οποίο όμως δεν έχομε καμία βεβαιότητα). Εντούτοις, θα πρέπει επισημάνω ότι η λέξη Περιγάρδι –καθ’ όσον το τελικό της φωνήεν, προκαλεί τουλάχιστον σε εμένα προσωπικά μεγάλη απορία σε σχέση με την ετυμολογία της–, είναι πολύ πιθανό να μας παραπέμπει και κάπου αλλού. Μελετώντας το βιβλίο του Χρήστου Νάσιου «Οι Μυστικοί του Δυτικού Χριστιανισμού» (Δαιδάλεος, 2024), θα συναντήσομε τα εξής πολύ ενδιαφέροντα:
«Από τα τέλη του 12ου αι., έχουμε τις πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξη κάποιων ιδιότυπων θρησκευτικών κοινοτήτων, κυρίως γυναικών γνωστών με το όνομα Μπεγκίνες (Beguines, Beguinae) και αργότερα και ανδρών, Μπεγκάρντι (Beghardi). Οι μαρτυρίες πληθαίνουν κατά τον 13ο αι. και στις πηγές της εποχής το όνομα συναντάται με διάφορες μορφές, όπως beghardi, beguardi, beggardi για τους άνδρες και beguins, beguines, beguinages για τις γυναίκες […] Οι κοινότητες των Μπεγκίνες και Μπεγκάρντι εμφανίστηκαν αρχικά στις Κάτω Χώρες, στη βόρεια Γαλλία και στις παραρρήνιες γερμανικές περιοχές…»
Σημασία δε, νομίζω πως έχει, να γνωρίζομε ακόμα ότι, οι ανωτέρω αναφερθείσες ονομασίες προέρχονται σύμφωνα με μίαν από τις επικρατέστερες εκδοχές, από το μεσαιωνικό γερμανικό ρήμα «beggan», το οποίο σημαίνει «προσεύχομαι, επαιτώ». Οι άνθρωποι αυτοί λοιπόν, οι Μπεγκάρντι, ζούσαν κατά τον Ώριμο Μεσαίωνα οι περσότεροι μια ζωή έξω από τον έλεγχο της εκκλησίας, σε μια καθημερινότητα η οποία στηριζόταν στην περιπλάνηση, την προσευχή και την επαιτεία. Με τα χρόνια δε, χαρακτηρίστηκαν και «αιρετικοί» και κυνηγήθηκαν σφοδρώς από την Ιερά Εξέταση. Δεν έχω την πολυτέλεια χώρου εδώ να επεκταθώ ακόμη περσότερο στην άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία τους, γι’ αυτό και ολοκληρώνω την παρουσίαση ετούτη, στεκόμενος εις το ακόλουθο συμπέρασμά μου που λέγει ότι: Είναι διόλου απίθανο στα μάτια των Ναϊτών και των Φράγκων εν γένει, οι «gypsies» του κάστρου που εξετάσαμε, με το γνώριμο τρόπο ζωής τους (της περιπλάνησης, της επαιτείας και των παράξενων δεισιδαιμονιών μερίδας εξ αυτών), να ταυτίστηκαν κατά τον 13ο αιώνα ή και ενωρίτερα με τους beggardi της Γαλλίας και της Γερμανίας και με αυτό τον τρόπο να προέκυψε η ονομασία «Περιγάρδι» της ελληνικής εκδοχής του Χρονικού του Μορέως, η οποία, κατά πολλούς (όπως τους αειμνήστους σημαντικούς βυζαντινολόγους John Schmitt και Karl Krumbacher που καταπιάστηκαν έντονα με τα ζητήματα των παραλλαγών του Χρονικού του Μορέως), είναι και η παλαιοτέρα.
Αχαΐα: Το κάστρο Laffustan ή Αιγυπτόκαστρο των ιπποτών του Ναού
Ωστόσο, το κάστρο Περιγάρδι της Ηλείας, δεν αποτελεί κάποια μοναδική μεσαιωνική ανάμνηση στη δυτική Πελοπόννησο, η οποία να βρίσκεται σε σύνδεση με το τάγμα των ιπποτών του Ναού. Την προσπάθειά μας προς απόκτηση γνώσεων και εμπειριών σχετικά με τη δραστηριότητα των Ναϊτών στην προαναφερθείσα περιοχή του χάρτη, την επικουρεί πολύ σημαντικά και ένα ακόμη φρούριο, το οποίο μάλιστα, παρά το γεγονός ότι δεν έχει δεχθεί την παραμικρή φροντίδα από τους αρμόδιους φορείς, στέκεται (ως τα σήμερα τουλάχιστον) σε έναν ικανοποιητικό βαθμό όρθιο και επιπλέον, απαντάται σε μία θέση εις την οποία και ο απλός φιλίστωρ-περιηγητής ημπορεί να σιμώσει άνευ μηδαμινής δυσκολίας, αφού κάποιος επαρχιακός δρόμος περνά ακριβώς ξυστά του.
Ο λόγος γίνεται, για το κάστρο της Άρλας, ήγουν το ιπποτικό «κεχριμπαρένιο» καστελάκι (όπως αρέσκομαι να το χαρακτηρίζω ένεκα της αποχρώσεως των υλικών κατασκευής του), το οποίο καλείται αλλιώτικα και Αιγυπτόκαστρο, καθώς και Γυφτόκαστρο, ενώ στην εποχή που ευημερούσε, εκαλείτο από το φραγκικό πληθυσμό «Laffustan», ένεκα της γειτνίασής του με τον, από Βυζαντίου, οικοδομημένο οικισμό της Φωσταίνης.
Κι ενώ η ιστορία της Φωσταίνης, ως χωριού, είναι μάλλον άγνωστο το πότε αρχινά, για την απαρχή της ναϊτικής ιστορίας στον τόπο αυτόν της Αχαΐας, μαθαίνομε ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες μέσα από την αλληλογραφία του πάπα Ιννοκέντιου Γ’.
Από το περιεχόμενο των επιστολών αυτών, μας φανερώνεται πως ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης, ο πρώτος Φράγκος ηγεμών του Μορέως, δώρισε στο τάγμα των Ναϊτών Ιπποτών κατά την περίοδο του μοιράσματος της χερσονήσου μεταξύ των σταυροφόρων, μαζί με άλλα κτήματα στην Αχαΐα, τον οικισμό της Φωσταίνης, τον οποίο οι Φράγκοι κατακτητές, παραφράζοντάς τον, ονόμασαν Laffustan.
Οι σχέσεις του Σαμπλίτη και του ιεροϊπποτικού τάγματος των Ναϊτών φαίνεται πως ήσαν άριστες. Σε τούτο εικάζω πως είχε βοηθήσει και η παλαιά φιλία του παππού του, ηγεμόνα Ούγου Α’, κόμητα της Καμπανίας (1074-1126), με τον πρώτο Μέγα Μάγιστρο των Ναϊτών, Ούγο ντε Παγιέν. Οι δυο αυτοί άνδρες, πριν ακόμη να γενεί η σύσταση του τάγματος του Ναού, είχανε συνταξιδεύσει από τη Φραγκία ως την Ουτρεμέρ δυο φορές, στα 1104 και στα 1114. Επίσης, έναν χρόνο πριν από το πέρας του βίου του, ο παππούς του «Καμπανέση» Σαμπλίτη αξιώθηκε και ο ίδιος να καλογερέψει, φορώντας το σταυρό του τάγματος των Ναϊτών. Εντούτοις, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, η στενή συγγένεια του Γουλιέλμου Σαμπλίτη με τον Ούγο της Καμπανίας, είναι πιθανό και να μην διαδραμάτισε κανέναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στις καλές σχέσεις του πρώτου με τους Ναΐτες. Τούτο είναι κάτι που θα ημπορούσε να το ισχυριστεί κανείς, στηριζόμενος στο γεγονός ότι ο πατέρας του πρώτου πρίγκιπα του Μορέως, ο Eudes de Champlitte, είχε κυνηγηθεί τρομαχτικά από τον κόμητα της Καμπανίας Ούγο, καθόσον ο τελευταίος διαφωνούσε στο αν ήτανε πραγματικά παιδί δικό του.
Όπως και να ’χει, πάντως, εκείνο που μας ενδιαφέρει πιο πολύ είναι πως οι Ναΐτες παρέλαβαν και με τη βούλα του –μετά τον «Καμπανέση»– πρώτου, εις την ιεραρχία του πριγκιπάτου, Γοδεφρείδου Α’ Βιλλεαρδουίνου, στα 1210 την περιοχή της Φωσταίνης, χτίζοντας, ως ήταν φυσικό, εκεί για τη διαμονή των και την προστασία της περιοχής ένα σημαντικό φρούριο. Έναν αιώνα ύστερα, με τη διάλυση του τάγματος των Ιπποτών του Ναού, το εν λόγω κάστρο, θα περιέλθει εις την κατοχή των Σπιταλιωτών Ιπποτών, οι οποίοι, όπως μαρτυρούν οι χωρογραφικοί πίνακες του Γερμανού ιστορικού Καρόλου Χοπφ, θα το κρατήσουν τουλάχιστον ως και τα 1364. Ύστερα από τους Σπιταλιώτες Ιππότες, το κάστρο φαίνεται πως περνά κάποια στιγμή (που μας είναι άγνωστη), στα χέρια του επιφανούς βενετσιάνικου οίκου των Γκύζι. Άγνωστο επίσης το πότε, κατόπιν, θα περάσει στην κατοχή του επιτρόπου του Πριγκιπάτου της Αχαΐας Πέτρου ντε Σαν Σουπεράν (του επονομαζόμενου «Μπορντώ»). Εκείνος, στα 1390, θα πουλήσει το κάστρο σ’ έναν βαθύπλουτο από τη Βενετιά ιατρό, κάτοικο των Πατρών, τον Aegidius de Leonessa.
Τα γεγονότα που συνδέονται εντός των αιώνων με το κάστρο της Φώσταινας, φαίνεται πως δεν άφησαν παρά ελάχιστα αχνάρια στις ιστορικές σελίδες. Για τούτο και δεν γνωρίζομε ποια ήταν η διαδοχή στην εξουσία του φρουρίου μέχρις ότου να περιέλθει στους Βυζαντινούς, κάτι το οποίο συνέβη κάπου γύρω στα 1430. Εντούτοις, έχομε γνώσιν του γεγονότος ότι στα 1463 επέρασε στα χέρια των Βενετσιάνων, ενώ ύστερα από πέντε χρόνια, το κατέλαβαν οι Οθωμανοί υπό τον Ζαγανό Πασά. Η στερνή αναφορά στο κάστρο γίνεται στα 1471, έτος που δείχνει πως βρίσκεται για μια ακόμα φορά στην κατοχή της θαλασσοκράτειρας Βενετιάς. Έκτοτε, οι ιστορικές σελίδες σιωπούν και για αυτό το μεσαιωνικό απομεινάδι της χώρας μας, το οποίο ονομάζεται μέχρι και σήμερα Αιγυπτόκαστρο, καθώς και Γυφτόκαστρο της Άρλας, μίας περιοχής η οποία απλώνεται κοντινά του και που και η ίδια διατηρεί την ιδική της πολύ ενδιαφέρουσα μεσαιωνική ιστορία.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσω ότι υπάρχουν ορισμένες αμφιβολίες σχετικά με το πού ακριβώς εντοπίζεται το ναϊτικό κάστρο «Laffustan». Αμφιβολίες, που, δεν το κρύβω πως και εγώ άλλοτε τις διατηρούσα και οι οποίες προκύπτουν μέσα από την αναντίρρητα ενδιαφέρουσα διερεύνηση του ζητήματος από τον αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Β. Παπαγιαννόπουλο (ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει στο συλλογικό έργο «Δύμη: Φραγκοκρατία-Βενετοκρατία-Α’ Τουρκοκρατία. Πάτρα, 2012»). Σύμφωνα με τον κ. Παπαγιαννόπουλο, η τοποθεσία του φρουρίου που αναζητούμε, θα πρέπει να ταυτιστεί με τη θέση «ξεροπήγαδο» του σημερνού χωριού της Φωσταίνης. Εκεί, ευρέθησαν και φωτογραφήθηκαν τη δεκαετία του 1990 από τον ίδιο αρχαιολόγο, τα λιγοστά απομεινάδια ενός μεσαιωνικού τείχους, ενώ στον ίδιο χώρο πιθανόν υπήρχε και κάποια κινστέρνα. Μολαταύτα, θα πρέπει να καταθέσω ότι (τελικώς) διαφωνώ ριζικά με την ανωτέρω «επίλυση» του αινίγματος για δυο λόγους. Κατά πρώτον, διότι από την περιγραφή που μας δίνεται από την εν λόγω έρευνα, θαρρώ πως προκύπτει το συμπέρασμα ότι το πιθανότερο είναι, τα λιγοστά αυτά χαλάσματα να μαρτυρούν την ύπαρξη κάποιου απλού πυργοφυλακίου, παρά ενός ιδιαιτέρως σημαντικού ως προς τις διαστάσεις του και εν γένει τον τρόπο ανεγέρσεώς του κάστρου. Απόδειξη δε, της θέσεως μου αυτής είναι, ως θέλω να πιστεύω, η αναφορά του πάπα Ιννοκεντίου Γ’ μέσα από την επιστολογραφία του (για την οποία μιλήσαμε και πιο πάνω), η σχετική με το ναϊτικό «Castellum Laffustan», όπως κατονομάζει το κάστρο που μας απασχολεί. Και, κάστρο (Castellum) πλήρες ως προς τις διαστάσεις και τον τρόπο δόμησής του εν γένει, εις την ευρύτερη περιοχή της Φωσταίνης, καθώς και του οποίου η χρονολόγηση να συνάδει με την εποχή της Ιπποτοκρατίας στο Μοριά, είναι μόνον ένα και εκείνο, δεν είναι άλλο από το λεγόμενο Αιγυπτόκαστρο ή Γυφτόκαστρο. Κι επειδή οι τελευταίες δυο ετούτες ονομασίες του εν λόγω κάστρου, από καμία πιο κοντινή σε εμάς χρονολογικά – σε σύγκριση με τον Ώριμο Μεσαίωνα – παραμονή Αθιγγάνων σε εκείνο δεν φαίνεται από κάποιο στοιχείο να προέκυψαν (προσωπικά, θεωρώ τις δυο ονομασίες σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα που κατέθεσα, αμάχητο τεκμήριο της ταπεινής εκτίμησής μου για τα πρόσωπα που ευρίσκονται οπίσω από την ανέγερση του μεσαιωνικού αυτού φρουρίου και ομιλώ προφανέστατα για τους Ναΐτες ιπποτοκαλόγερους), ως κατακλείδα του παρόντος άρθρου, βρίσκω σκόπιμο να ανακαλέσομε εις τη μνήμη μας και πάλι τα λόγια του Andrew Annandale Sinclair, όστις μας ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«Αυτοί οι τεχνίτες θα γίνονταν γνωστοί ως Romanies ή Egyptians ή gypsies. Οι τελευταίοι ήσαν άνθρωποι συνηθισμένοι σε μίαν «αλλιώτικη» ζωή με ένα κάρο και ένα αμόνι, ακόλουθοι του στρατοπέδου στο πίσω μέρος του στρατού των Ναϊτών. Δίχως αυτούς, ο στρατός δε θα μπορούσε να συντηρήσει μίαν εκστρατεία».
ΤΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΤΣΑΠΟΓΑ
Τα βιβλία του Μιλτιάδη Τσαπόγα κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Δαιδάλεος.
ΠΗΓΗ: NEWS 247
Υπόμνημα: Το παρόν εκτενές άρθρο, δεν αποτελεί μέρος κάποιου παλαιότερου έργου του δημιουργού του, μολονότι καταπιάνεται με ζητήματα τα οποία πράγματι έχει ξανά ο ίδιος ο Μιλτιάδης Τσαπόγας θίξει σε βιβλία του κατά το παρελθόν. Κατά συνέπεια, τα όσα πρόκειται να διαβάσετε παρακάτω, αποτελούν κάτι νεότατο ερευνητικά και συγγραφικά, κάτι οπωσδήποτε πολύ πιο ενημερωμένο, σε σχέση με παλαιότερες προσεγγίσεις του συγγραφέως.